- φυλλάς
- -άδος, ἡ, Α1. το φύλλωμα, η φυλλωσιά («ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ' ἐς δόμους», Αισχύλ.)2. κλαδί με φύλλα («δεσμὸν δ' ἄδεσμον τόνδ' ἔχουσα», Ευρ.)3. σωρός, στρώμα από φύλλα («στιπτή τε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ», Σοφ.)4. έδεσμα από χλωρά λαχανικά, σαλάτα5. (κατά τον Ησύχ.) «φυλλάδες οἱ ξηροὶ κλάδοι καὶ φύλλα ἔχοντες»6. φρ. α) «φυλλὰς παρνασσία» — η δάφνη (Ευρ.)β) «φυλλὰς μυριόκαρπος» — πυκνό άλσος (Σοφ.)γ) «φυλλὰς λόχμη» — λόχμη με πυκνά φυλλώματα.
Dictionary of Greek. 2013.